Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2009

Βρεττανικό Top 40

Κάθισα τις προάλλες να ακούσω το βρεττανικό Top 40. Παλιότερα παρακολουθούσα πολύ τα charts, σε εποχές που δεν ήταν τόσο εύκολη η πρόσβαση, αλλά κάποια στιγμή τα εγκατέλειψα. Σε κάθε εποχή υπάρχουν καλά πράγματα, αρκεί να θέλεις και να ξέρεις να ψάξεις. Όμως οι κατάλογοι επιτυχιών δίνουν μια εικόνα για το τι επικρατεί γενικώς, αντικατοπρίζουν την εποχή. Βέβαια, ο καθένας μας θεωρεί τη μουσική της γενιάς του ως την καλύτερη, γιατί με εκείνη μεγάλωσε, αλλά ορισμένες φορές τα πράγματα ξεφεύγουν από κάποια όρια.
Στα charts πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν σαχλαμάρες, δεκτόν. Αλλά δεν μπορεί το βρεττανικό chart που κάποτε δίπλα στις σαχλαμάρες είχε και Queen, Elton John, Michael Jackson, George Michael, Kate Bush, Spandau Ballet, Culture Club, The Jam, ABC και τόσους άλλους, ξαφνικά να έχει τη μία χορευτική αηδία πίσω από την άλλη. Όταν το καλύτερο από τα χορευτικά κομμάτια είναι το Meet me Halfway των Black Eyed Peas, καταλαβαίνεις. Όταν Νο1 είναι τα παιδιά του X-factor με ένα από τα πιο βαρετά τραγούδια του Michael Jackson, τι να πεις μετά; Άντε καλά, είναι για φιλανθρωπικούς σκοπούς.
Και μετά μας φταίει ο Mika. Που αντιγράφει κατά κόρον, που δεν έχει πρωτοτυπία, που εκνευρίζει το falsetto κλπ. Χίλιες φορές ο Mika. Μπροστά σε αυτές τις αηδίες ο Mika είναι ΘΕΟΣ.


Μίλα μου βρώμικα της Μυρτώς Κοντοβά

Μου είχαν αρέσει τα "Υπέροχα πλάσματα" το προηγούμενο σήριαλ της Μυρτώς Κοντοβά. Ήταν φρέσκο, χαριτωμένο, καλοπαιγμένο (εξαιρετική η Μυρτώ Αλικάκη) και γενικότερα ήταν μια συμπαθητική σειρά. Το Μίλα μου βρώμικα όμως; Τι το λες; Το λες εξυπνακίστικο. Δηλαδή, μια προσπάθεια κάποιου να κάνει κάτι έξυπνο, αλλά φαίνεται τόσο πολύ ότι είναι προσπάθεια. Και με ήρωες παντελώς αδιάφορους. Όχι, δεν με ενδιαφέρει ο Τσιλιγιώργος που θέλει να γίνει Τσιλιχρήστος στη θέση του Τσιλιχρήστου ούτε το ζευγάρι κρεοπωλών που κάνει συνέχεια έρωτα ούτε η κοπελίτσα που διαβάζει τις βρώμικες σκέψεις των αντρών. Ούτε ο Μαρκουλάκης που λέει εξυπνάδες με τη φωνή του Θεού. Γενικότερα δηλαδή, δεν υπάρχει κάτι στο σενάριο που να σε κάνει να αγαπήσεις τους ήρωές του, όπως υπήρχε στα "Υπέροχα πλάσματα". Βλέπεις δηλαδή ένα πράγμα χωρίς ουσιαστική πλοκή, με κάποιους που θέλουνε να ανοίξουν ένα μαγαζί και τις αναποδιές που συναντούν, αλλά δεν σε νοιάζει καθόλου. Πώς θα κρατήσεις τον τηλεθεατή και θα τον αναγκάζεις να στήνεται μπροστά στο γυαλί κάθε εβδομάδα; Εγώ προσωπικά το εγκαταλείπω, δεν βρίσκω τον λόγο να συνεχίσω να το παρακολουθώ. Κοίτα να δεις που μας βγήκε ο Παπακαλιάτης με το καλύτερο σήριαλ μέχρι στιγμής. Ναι, το χιλιοειπωμένο, το δοκιμασμένο, η αντιγραφή αν πιστέψουμε τους επικριτές του, είναι τελικά προτιμότερη από ανόητους πειραματισμούς, όταν αυτοί αγνοούν παντελώς τους κανόνες.

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009

500 days of Summer (500 μέρες με τη Σάμερ)

Άλλη μια ταινία με πολύ καλές κριτικές που εγώ προσωπικά θεωρώ υπερεκτιμημένη. Δεν είναι κακή, έχει ένα πολύ καλό ζευγάρι πρωταγωνιστών και ωραίους, φρέσκους διαλόγους. Αλλά το να βλέπεις μια ρομαντική κομεντί για μια σχέση που για το ένα άτομο η σχέση αυτή είναι αδιάφορη, μια απλή χαζο-σχέση που φτιάχνει ο κόσμος καθημερινά, ε, δεν είναι πολύ; Και το κακό είναι ότι δεν σε προετοιμάζει η ταινία. Η κοπέλα δεν πιστεύει στον έρωτα και δεν θέλει να κάνει σοβαρή σχέση με τον πρωταγωνιστή και η ταινία σε αφήνει να καταλάβεις ότι κάτι τρέχει με αυτήν, ότι κάποιο ζήτημα - ψυχολογικό πιθανότατα - θα παίζει. Τίποτα απ' όλα αυτά. Απλά δεν ήταν ο κατάλληλος γι'αυτήν. Μάλιστα. Πολύ ωραία. Και γιατί να κάτσω να χάσω δύο ώρες γι'αυτό; Κι επίσης, δεν λειτουργεί και πολύ καλά ως κομεντί. Δεν θα γελάσετε δηλαδή και ιδιαίτερα. Αντίθετα, μια ψιλομιζέρια θα σας πιάσει. Προφανώς οι δημιουργοί της ταινίας δεν ήθελαν να φτιάξουν ένα συνηθισμένο εργάκι, μια κομεντί που έχουμε δει χιλιάδες φορές στο παρελθόν, αλλά στην προσπάθειά τους αυτή, έφτιαξαν ένα αποτέλεσμα σχεδόν αντιερωτικό. Δηλαδή, μην πάτε να τη δείτε περιμένοντας κάποιο ρομαντικό παραμυθάκι που θα σας κάνει να γελάσετε. Ούτε κάποιο μεγάλο πάθος, που μπορεί να μην έχει χάπι-εντ, αλλά έχει να κάνει με μια σχέση που σου αλλάζει τη ζωή. Καμία σχέση. Θα εισπράξετε μάλλον μια γερή δόση ρεαλισμού. Δεν είναι κακό αυτό, απλά άλλα περιμένεις κι άλλα σου'ρχονται. Σε ξενερώνει κάπως το φινάλε. Τέλος πάντων, από τα πολλά σκουπίδια που κυκλοφορούν, οπωσδήποτε είναι καλύτερη.

Βαθμολογία: 3/5

District 9

Ειλικρινά δεν έχω καταλάβει τις διθυραμβικές κριτικές που δέχεται αυτή η ταινία. Να την πω βαρετή; Τη λέω. Υποτίθεται ότι είναι μια αλληγορία για το apartheid - παρόλο που ο πρωταγωνιστής δήλωσε ότι δεν ήταν αυτός ο κύριος στόχος της ταινίας - αλλά αν δεν συνέβαιναν τα γεγονότα στο Γιοχάνεσμπουργκ, κανείς δεν θα το πρόσεχε. Οπότε, τι μένει; Ταινία επιστημονικής φαντασίας; Έχουμε δει και πολύ καλύτερες. Εδώ δεν υπάρχουν κιόλας ιδιαίτερα εφέ να χαζέψει το μάτι. Να αναφερθώ στο ότι η ταινία ξεκινά σαν ένα ντοκυμαντέρ ή τηλεοπτικό ρεπορτάζ, το οποίο κρατάει πολύ περισσότερο απ'όσο πρέπει; Κάποια στιγμή αρχίζεις και ανησυχείς και λες, αν συνεχίσει έτσι θα κόψω καμιά φλέβα, δεν μπορεί. Ευτυχώς κάποια στιγμή τελειώνει. Να πω για τους εξωγήινους, οι οποίοι είναι το λιγότερο αηδιαστικοί και ζούνε στην District 9 μέσα στο σκουπίδι και τη βρώμα; Δηλαδή, σου προκαλεί και μια τάση προς έμετο η ταινία.
Αλλά, ας μην είμαι άδικος. Ναι, κάποιο συναίσθημα υπάρχει, ο πρωταγωνιστής είναι αρκετά καλός και με τη φόρα που έχει πάρει η ταινία, μπορεί και να δούμε τόσο αυτόν όσο και την ταινία προτεινόμενους για το Όσκαρ και από ένα σημείο και μετά - όταν τελειώνει το ντοκυμαντέρ - θέλεις να δεις τι θα γίνει παρακάτω. Αλλά μέχρι εκεί. Όχι να την ανακηρύξουμε και αριστούργημα.

Βαθμολογία: 2,5/5


Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009

Whatever works (Κι αν σου κάτσει;)

Είναι να απορεί κανείς για το ποιος είναι αυτός που κάνει τις μεταφράσεις των αγγλικών τίτλων. Αν είναι δυνατόν! Άκου "Κι αν σου κάτσει"! Σου δίνει την εντύπωση ότι θα δεις βιντεοκασέτα της δεκαετίας του '80 με τον Στάθη Ψάλτη κι όχι ταινία του Γούντι Άλεν. Γιατί περί του Γούντι Άλεν πρόκειται και θα έπρεπε ο μεταφραστής να δείξει λίγο σεβασμό κι όχι να καταφύγει σ'αυτή τη γελοιότητα. Τέλος πάντων, ο τίτλος της ταινίας αναφέρεται στη βασική φιλοσοφία του πρωταγωνιστή ότι δεν πρέπει να έχουμε τεράστιες απαιτήσεις στη ζωή, μην ψάχνουμε την ευτυχία ή τον απόλυτο έρωτα κλπ., αλλά να αρκεστούμε σε "whatever works", δηλαδή σε ό,τι λειτουργεί, χωρίς ρομαντικές φαντασιώσεις.
Νομίζω ότι ο Γούντι Άλεν επανήλθε σε μεγάλα κέφια. Δεν έχουμε να κάνουμε με κάτι πρωτότυπο, ο πρωταγωνιστής είναι πάλι ένας νευρωτικός διανοούμενος Νεοϋορκέζος, απλά δεν τον υποδύεται ο ίδιος αυτή τη φορά αλλά ο Larry David, που ερωτεύεται μια μικρή επαρχιωτοπούλα. Έχει ενδιαφέρον το ότι ο Γούντι Άλεν, ενώ θεωρητικά ταυτίζεται με τους κυνικούς ήρωές του, πάντα αφήνει κι ένα παράθυρο στον ρομαντισμό. Από ένα σημείο και μετά - και σε αυτή την ταινία - ο κυνισμός του πρωταγωνιστή γίνεται κουραστικός - παρά τις ευφυείς ατάκες και το γέλιο που αυτές βγάζουν. Σχηματίζεις δηλαδή την εντύπωση πως ο Γούντι Άλεν ναι μεν είναι πραγματιστής, αλλά πόσο θα' θελε να μπορούσε να ζει μέσα στην αφέλεια, τον ρομαντισμό και την αθωότητα.
Το θέμα είναι πως μετά από τόσες ταινίες με παραλλαγές του ίδιου θέματος, έχει ο κόσμος ενδιαφέρον να δει τις ταινίες του, όσο καλές κι αν είναι αυτές; Γιατί είναι καλή η ταινία, και λειτουργεί, it works. Να δηλώσω ότι δεν υπήρξα θαυμαστής της "μεταστροφής" του Γούντι Άλεν προς ένα άλλο είδος ταινιών, όπως το Matchpoint, αλλά θεωρώ ότι αυτές οι μικρές, φτωχές κωμωδίες του ταιριάζουν καλύτερα. Αν είστε θαυμαστές του Γούντι Άλεν, δείτε το οπωσδήποτε. Αν όχι, πάλι δείτε το, γιατί μέσα σε τόση σαβούρα, αυτές οι ταινίες ξεχωρίζουν, πώς να το κάνουμε; Τουλάχιστον δεν κλαις τα λεφτά σου.

Βαθμολογία: 4/5


Μεταφυσική δραστηριότητα (Paranormal Activity)

Ταινία δεν την λες. Είναι κάτι σαν ντοκυμαντέρ, σαν καταγραφή ενός περιστατικού. Που σημαίνει ότι δεν υπάρχει σενάριο, δεν υπάρχουν ήρωες, έχουμε απλά ένα ζευγάρι που ακούει διάφορους θορύβους και παίρνει μια κάμερα με σκοπό να καταγράψει τι συμβαίνει την ώρα που αυτό κοιμάται. Δεν είναι ότι βαριέσαι, έχει αγωνία, θέλεις να μάθεις τι είναι αυτό που συμβαίνει και τι εξέλιξη θα έχει - η ταινία εξάλλου σημείωσε μεγάλη επιτυχία στην Αμερική - αλλά επειδή δεν υπάρχει στόρι στην ουσία και τίποτα δεν εξηγείται, απλά έχουμε μια παράθεση γεγονότων, δεν έχουμε να κάνουμε με ένα μεταφυσικό θρίλερ. Πώς βλέπουμε κάτι ντοκυμαντέρ στην τηλεόραση, όπου γίνεται αναπαράσταση (με ηθοποιούς) κάποιου πραγματικού γεγονότος; Κάτι τέτοιο. Αρκεί αυτό για να πληρώσεις εισιτήριο και να το δεις στον κινηματογράφο; Δεν νομίζω.

Βαθμολογία: 2/5

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2009

Ζέτα Μακρυπούλια



Πολύ μου αρέσει αυτή η κοπέλα. Μα πάρα πολύ. Είναι από εκείνα τα πρόσωπα που τα έχει ανάγκη το εμπορικό σινεμά και η τηλεόραση, δηλαδή ένα ωραίο κορίτσι που να τα λέει. Που συγχρόνως να αποπνέει και μία αίσθηση σοβαρότητας. Που να παίζει σαν κανονικός άνθρωπος, που να έχει μία φυσικότητα. Που να λες, ναι, ειναι αναγνωρίσιμο πρόσωπο, το βλέπω συχνά και στην καθημερινή μου ζωή. Δεν είναι λίγο αυτό κι ας υποστηρίζουν κάποιοι το αντίθετο. Ποιος θα το περίμενε, βέβαια, ότι κάποτε θα μιλούσαμε γι'αυτήν, όταν ξεκινούσε την τηλεοπτική της καριέρα σε εκείνο το τερατούργημα του Νίκου Μαστοράκη "Χωρισμένοι με παιδιά". Όταν ξεκινάς με ένα τέτοιο ντεζαβαντάζ, όταν έχεις συμμετοχή σε μια τόσο στημένη ηλιθιότητα, είναι πολύ δύσκολο να κάνεις την ανατροπή. Την έκανε όμως. Ας είναι καλά ο Καπουτζίδης.
Την βλέπω να κινείται άνετα ανάμεσα στην κωμωδία και στο δράμα, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Βέβαια, δεν είναι Τζένη Καρέζη και ίσως δεν γίνει ποτέ, αλλά βλέπω ότι υπάρχει αρκετό υλικό από πίσω κι αν βρεθεί ένας κατάλληλος ρόλος κι ένας ικανός σκηνοθέτης, ίσως βρεθούμε προ εκπλήξεως. Στις σκηνές της, στο προηγούμενο επεισόδιο του "4", όπου αποκαλύπτεται η εξωσυζυγική της σχέση και παίρνει την απόφαση να κάνει έκτρωση, ήταν ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ. Είχε μια τέτοια λιτότητα, ένα τέτοιο μέτρο και κυριολεκτικά έκλεψε την παράσταση, πήρε όλο το επεισόδιο πάνω της και εξαφάνισε τον Παπακαλιάτη. Δεν ξέρω αν είναι ή αν θα γίνει ποτέ μεγάλη ηθοποιός, πάντως από τα κοριτσάκια της γενιάς της, νομίζω ότι ξεχωρίζει με διαφορά.
Έχω μόνο δύο μικρές ενστάσεις. Η πρώτη αφορά την υπερέκθεση. Από το "Στο παρά πέντε" και μετά, δεν έχουμε σταματήσει να τη βλέπουμε. Έκανε δύο ταινίες, Eurovision, απανωτές συμμετοχές σε σήριαλ... Ας πούμε, το περσινό "Το κλειδί του παραδείσου" θα μπορούσε να μην το έχει κάνει, δεν της προσέφερε τίποτα. Δεν της ταίριαζε και ο ρόλος ιδιαίτερα νομίζω, άσε που ήταν ένα σεναριακό αλαλούμ και γενικώς η σειρά έπασχε από miscasting (με εξαίρεση την Λουκία Πιστιόλα), και δεν είχε καθόλου χημεία με τον Σπύρο Παπαδόπουλο. Η δεύτερη ένστασή μου αφορά τις ερωτικές σκηνές. Δεν της βγαίνουν και νομίζω πως και η ίδια δεν τις θέλει. Αυτή η αξιοθαύμαστη λιτότητα που διακρίνει το παίξιμό της, μεταφράζεται σε ψυχρότητα στις ερωτικές σκηνές. Καλό θα ήταν να τις αποφεύγει όσο μπορεί ή, τέλος πάντων, να χαλαρώσει περισσότερο.

* H φωτογραφία είναι από:
http://www.yupi.gr/plaka/c9550/Einai_H_Makrypoylia_H_Ellhnida_Tzoylia_R.html

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2009

Τζούλι και Τζούλια (Julie and Julia)

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Μέριλ Στριπ είναι η μεγαλύτερη ηθοποιός της τελευταίας τριακονταετίας, όχι μόνο λόγω του ρεκόρ των 15 υποψηφιοτήτων για Όσκαρ που κατέχει, αλλά και γιατί έχει παίξει πολλά και διαφορετικά πράγματα και δείχνει ότι σε όλα τα είδη μπορεί να λειτουργήσει θαυμάσια. Έχει στιγμές σε κάθε ταινία της που πραγματικά είναι μαγική, λες και την αγγίζει ένα μαγικό ραβδί και ξαφνικά ξέρει ακριβώς τι πρέπει να κάνει. Όμως...
Όμως παρατηρώ ότι πολλές φορές έχει μια τάση προς την υπερβολή. Το έκανε και πέρσι στην "Αμφιβολία" (Doubt). Πολύ σφίξιμο των χειλιών, νευρωτικές κινήσεις, ένα γενικότερα over the top παίξιμο, κάτι σαν τον Dustin Hoffman, που σε λίγες μόνο ταινίες συμπάθησα. Η τελευταία πραγματικά ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ερμηνεία της ήταν στο "Ο διάβολος φορούσε Πράντα". Εκεί χαμήλωσε τους τόνους και σε τρόμαζε πολύ περισσότερο απ' ό,τι αν φώναζε όλη την ώρα. Ήταν μια ερμηνεία που πραγματικά πρέπει να διδάσκεται σε σεμινάρια υποκριτικής. Στο "Τζούλι και Τζούλια" όμως, κάνει ακριβώς το αντίθετο. Είναι τόσο υπερβολικός ο τονισμός της ώρες-ώρες, που αισθάνεσαι ότι δεν μπορεί να υπάρχει φυσιολογικός άνθρωπος που να μιλάει έτσι. Υποδύεται μια πασίγνωστη "μαγείρισσα" της Αμερικής, την Julia Child, την οποία και δεν γνώριζα πριν, οπότε έψαξα στο Internet διάφορα βίντεο για να πάρω μια ιδέα. Πράγματι, η Julia Child είχε έναν ιδιαίτερο τόνο φωνής και η Μέριλ Στριπ έχει πιάσει πολλά χαρακτηριστικά της, αλλά σε καμία περίπτωση δεν φτάνει στην υπερβολή της Μέριλ Στριπ. Στην ουσία, σου δίνει την αίσθηση ότι σκοπός της δεν είναι να υποδυθεί την Julia Child, αλλά να την σατιρίσει, να την παρωδήσει, οπότε μόνο έτσι δικαιολογείται η προσέγγιση της Στριπ. Η ταινία όμως δεν έχει αυτόν τον σκοπό. Οι κριτικές στην Αμερική για την Στριπ ήταν στην πλειοψηφία τους διθυραμβικές, οπότε ίσως δεν μου πέφτει λόγος. Δικιά τους μαγείρισσα ήταν, κάτι παραπάνω θα ξέρουν.
Ίσως όμως η υπερβολή της Στριπ να οφείλεται στο ότι δεν υπάρχει ρόλος στην ουσία που να έχει δραματουργικό ενδιαφέρον. Γενικά η ταινία δεν έχει ενδιαφέρον από δραματουργικής απόψεως. Από τη μία έχουμε τη Julia Child, την εποχή που έμαθε μαγειρική στη Γαλλία και τις προσπάθειές της να εκδώσει το βιβλίο της κι από την άλλη, την Julie Powell, μια κοπέλα που δημιούργησε ένα blog, με σκοπό να φτιάξει όλες τις συνταγές του βιβλίου της Child μέσα σε ένα χρόνο. Και; Οι ζωές δηλαδή των ηρωίδων δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον, είναι αρκετά flat. Υπήρχαν δύο θέματα, που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν περισσότερο στη ζωή της Julia Child, η έλλειψη ενός παιδιού και τα προβλήματα του διπλωμάτη συζύγου της την εποχή του μακαρθισμού, αλλά ίσως επειδή αφορούν υπαρκτά πρόσωπα, απλώς υπαινίχθηκαν και επ'ουδενί δεν καταλαμβάνουν κεντρικό ρόλο στην ταινία. Για τη ζωή της Julie Powell, ούτε λόγος, η απόλυτη αδιαφορία.
Γιατί διάλεξε αυτό το θέμα η σεναριογράφος και σκηνοθέτης Νορα Έφρον; Μετά το When Harry met Sally, που σφράγισε το είδος της ρομαντικής κομεντί για τη δεκαετία του 80, η Έφρον (με μία-δυο εξαιρέσεις) έχει κάνει κυρίως αποτυχίες. Είναι κρίμα πάντως να χαραμίζονται δύο πολύ καλοί ηθοποιοί (γιατί και η Amy Adams είναι εξαιρετική ηθοποιός) σε ένα σενάριο που δεν έχει θέμα. Δεν είναι ότι η ταινία δεν βλέπεται. Βλέπεται άνετα. Αλλά βγαίνεις από την αίθουσα και λες: "Τώρα, τι είδα δηλαδή;"

Βαθμολογία: 3/5


Η αποχώρηση του Φοίβου από τη Heaven

Όχι ότι αυτό είναι το θέμα μας. Εντάξει, έφυγε από τη Heaven, θα πάει κάπου αλλού, δεν χάλασε κι ο κόσμος για τους θαυμαστές του. Το θέμα είναι πόσο θα κρατήσει "αυτό"; Ως πότε θα λυμαίνονται την ποπ μουσική σουξεδοπαραγωγοί με τα βιομηχανοποιημένα κατασκευάσματά τους; Δεν είμαι εχθρός του Φοίβου, ούτε ένθερμος οπαδός του έντεχνου. Πολλές φορές, στο έντεχνο, ψάχνεις να βρεις μελωδία κι αυτή δεν υπάρχει πουθενά. Τουλάχιστον οι σουξεδοπαραγωγοί έχουν αίσθηση της μελωδίας και το τραγούδι είναι και πρέπει να είναι και βιομηχανία. Πρέπει να είναι ένας κλάδος ανθηρός οικονομικά, ώστε να έχει την πολυτέλεια να επιτρέπει την πρόσβαση και σε διαφορετικά πράγματα. Άλλο αυτό όμως κι άλλο να είναι μόνο βιομηχανία. Φτάσαμε σε σημείο να μην υπάρχει πλέον καμία έμπνευση κι αυτό το πράγμα σημαίνει το θάνατο της μουσικής, πολύ περισσότερο από το file sharing.
Στην Αγγλία, στα τέλη της δεκαετίας του 1980 είχαμε το φαινόμενο Stock, Aitken και Waterman. Για όσους δεν το ξέρουν, ήταν τρεις παραγωγοί που ουσιαστικά "έχτισαν" την καριέρα της Kylie Minogue, Jason Donovan και πολλών άλλων. Τι έκαναν αυτοί; Ουσιαστικά η όλη "δημιουργία" γινόταν με τα μηχανήματα και απλά "πεταγόταν" κάποια στιγμή ο τραγουδιστής, έλεγε τα λόγια του και έφευγε. Είτε είχες τον Jason Donovan είτε εμένα, το ένα και αυτό. Δεν υπήρχε τραγουδιστής στην ουσία, ήταν απλά ένα εκτελεστικό όργανο που απλά επαναλάμβανε το ίδιο μουσικό μοτίβο. Αυτό το φαινόμενο κράτησε 3-4 περίπου χρόνια κι όπως ήταν φυσικό ξεθώριασε. Στην Ελλάδα όμως, κρατάει χρόνια αυτή η κολώνια. Μήπως έχει έρθει η ώρα της ανανέωσης; Μήπως το όλο θέμα "Φοίβος" και οι όμοιοί του έχει κουράσει πια; Διότι έχουμε γεμίσει τραγουδιστές που είναι παντελώς ανίκανοι να σταθούν στα πόδια τους, γιατί ακριβώς ΔΕΝ είναι τραγουδιστές, αλλά εκτελεστικά όργανα. Δέσποινα Βανδή και Θάνος Πετρέλης, λέει, θα τρέξουν πίσω από τον Φοίβο, όπου κι αν πάει αυτός. Εμ βέβαια, χαζοί είναι, να χάσουν την κότα με τα χρυσά αυγά; Δεν καταλαβαίνουν όμως πως αν η όλη επιτυχία τους στηρίζεται στον Φοίβο, αυτοί οι ίδιοι δεν έχουν καμία αξία; Και μη μου πείτε πως η Δέσποινα Βανδή μεγάλωσε με τέτοια τραγούδια. Μη μου πείτε πως δεν ονειρεύτηκε ποτέ να τραγουδήσει κάτι διαφορετικό. Αλλά φοβάται. Φοβάται πως θα της γυρίσει την πλάτη το κοινό. Αλλά με αυτή της τη φοιβολατρεία, το κοινό θα της γυρίσει την πλάτη έτσι κι αλλιώς, με μαθηματική βεβαιότητα. Ο Φοίβος κάποια στιγμή, αν εξακολουθεί να πουλάει, θα αναζητήσει νέα, φρέσκα πρόσωπα. Τι θα κάνει τότε;
Ναι, είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγεις από την πεπατημένη. Κι η Νατάσα Θεοδωρίδου που το τόλμησε, γύρισε πίσω με την ουρά κάτω από τα σκέλια. Το ότι δεν πέτυχε ο δίσκος με την Ευανθία Ρεμπούτσικα έφταιγε ότι δεν ήταν και πολύ καλός δίσκος. Δεν είχε μέσα ένα "Τα λιμάνια". Αυτό το τραγούδι όμως θα αντέξει στο χρόνο. Τα άλλα της τραγούδια, στα οποία επέστρεψε, θα αντέξουν;
Και να φύγουμε από τον Φοίβο και να το προχωρήσουμε λίγο το θέμα. Παρατηρώ τα τελευταία χρόνια πως έχουμε περάσει σε μια παντοκρατορία του συνθέτη. Ναι, το γεγονός ότι όλη τη δόξα παλιά την έπαιρνε μόνο ο τραγουδιστής ήταν πέρα για πέρα άδικο. Αλλά λες και οι συνθέτες αποφάσισαν να πάρουν το αίμα τους πίσω. Διαπιστώνω μια απαίτηση και από εμπορικούς και από "ποιοτικούς" συνθέτες, να αφεθεί ο τραγουδιστής στα χέρια τους, γιατί αυτοί "ξέρουν". Δηλαδή, ο τραγουδιστής δεν πρέπει να έχει γνώμη; Αν ένα τραγούδι που του δίνουν δεν του αρέσει, δεν επιτρέπεται να αρνηθεί; Ξαφνικά ακούω για τραγουδιστές που δεν σέβονται το δημιουργό, που έχουν καβαλήσει καλάμι, που έχουν ψωνιστεί κλπ. Ναι, ισχύει κι αυτό, αλλά δεν μπορεί ο κάθε συνθέτης να είναι τόσο ευαίσθητος με τις δημιουργίες του που να μη δέχεται καμία κριτική. Στο κάτω-κάτω, και αριστούργημα να είναι ένα τραγούδι, αν δεν το συμπαθεί και δεν το νιώθει ο εκάστοτε τραγουδιστής, δεν θα το πει και καλά. Ας το δώσει λοιπόν σε κάποιον άλλον. Η σχέση δημιουργού-τραγουδιστή πρέπει να είναι ισότιμη. Πρέπει και οι δυο να συμφωνούν στο αποτέλεσμα, διαφορετικά κάποιος από τους δύο δεν θα μείνει ικανοποιημένος και δεν θα μπορεί να υπερασπιστεί με πάθος τη δουλειά του.

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2009

Μ+Μ και Doctor Ρούλης

Το Μ+Μ, η καινούρια σειρά της Ρένας Ρίγγα, είναι από εκείνες τις οικογενειακές σειρές, που μπορεί κάθε μέλος της οικογένειας να παρακολουθήσει άνετα, χωρίς πρόβλημα. Βασίζεται βεβαίως στην αλάνθαστη και εξαιρετικά πετυχημένη συνταγή, όπου δύο άνθρωποι από διαφορετικούς κόσμους γνωρίζονται, αρχικά μισιούνται θανάσιμα και στο τέλος ερωτεύονται. Αυτό δεν είναι κακό, το έχουμε δει άπειρες φορές και θα το ξαναδούμε. Το θέμα είναι αν η κάθε νέα βερσιόν έχει να προσφέρει μια φρέσκια παραλλαγή του ίδιου θέματος. Την Ρένα Ρίγγα δεν την λες ακριβώς και ικανότατη σεναριογράφο, είναι αυτό που λέμε συμπαθητική, υποφερτή. Οι σειρές της ξεχνιούνται αμέσως μετά το τέλος της σεζόν, αλλά, τέλος πάντων, παρακολουθούνται ευχάριστα. Το Άκρως Οικογενειακόν βέβαια γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Ναι, αλλά εκεί υπήρχε ένας Μπέζος που το σήκωσε όλο πάνω του και προσέθεσε τόνους σουρεάλ χιούμορ, όπως αρέσκεται να κάνει συνήθως, ανεξαρτήτως σεναριογράφου. Εδώ όμως Μπέζος δεν υπάρχει. Αν θέλετε να λυθείτε στα γέλια, προσπεράστε την, δεν είναι αυτή η σειρά για σας. Αν θέλετε να περάσετε ευχάριστα μία ωρίτσα και να σκάτε και κάνα μειδίαμα που και που, δείτε την. Είναι πολύ καλός ο Φάνης Μουρατίδης, αν και ξεφεύγει λίγο σε κάποιες σκηνές. Διαθέτει την τρέλα του ρόλου, αλλά χωλαίνει στη μαγκιά. Η Παναγιώτα Βλαντή είναι λίγη, πολύ λίγη. Η ηρωίδα αυτή ήθελε πιο πολύ τσαγανό και της Βλαντή δεν της πάει καθόλου το Φράου Χέλγκα. Τέλος πάντων, τουλάχιστον δεν είναι μία σειρά που σε προσβάλλει.
Όπως κάνει αντίθετα το Doctor Ρούλης. Αν είναι ποτέ δυνατόν! Τέτοια αηδία χρόνια είχα να δω. Και σας μιλάει ένας φαν του Ρώμα, που του άρεσε ακόμα και το Λίφτιγκ. Και ο Κακός Βεζύρης. Ακόμα και το Δεληγιάννειο Παρθεναγωγείο δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό το έκτρωμα. Εκεί το πρόβλημα ήταν ότι είναι πολύ δύσκολο να κάνεις ένα κατοχικό ερωτικό δράμα με κωμικά στοιχεία. Δεν είναι ότι δεν γίνεται, όλα γίνονται, αλλά θέλει πολλή δεξιοτεχνία και μαεστρία. Θεωρώ πως τα προβλήματα άρχισαν από το Καφέ της Χαράς, που παρά την τρομακτική επιτυχία του, ήταν μετριότατο. Λυπάμαι, αλλά δεν μπορούσα να γελάσω με τις χαζομάρες του Φατσέα, ούτε με τον Τρελαντώνη και την Πατατίνα. Παρόλα αυτά υπήρχαν μερικές πολύ καλογραμμένες σκηνές, τόσο κωμικές όσο και δραματικές. Και σωζόταν η κατάσταση. Εδώ όμως τα πράγματα είναι πάρα πολύ σοβαρά. Θα μου πείτε, τόσο χάλια είναι πια; Δεν έχουμε δει και χειρότερα; Η σειρά του Ρώμα σε πείραξε; Ναι, αυτή με πείραξε. Γιατί δεν μπορεί να έχεις γράψει ένα "Κωνσταντίνου και Ελένης", που δεν σταμάτησε να προβάλλεται από την πρώτη στιγμή που παίχτηκε, να έχεις δώσει επανειλημμένως δείγματα καλού χιούμορ και ξαφνικά να έχεις το θράσος να βγάζεις αυτή τη σειρά. Από έναν άλλον άγνωστο σεναριογράφο, μπορεί και να μη με πείραζε. Από τον Ρώμα όμως, ναι, με πειράζει. Ένα σκαλί πιο κάτω να κατέβει ο Ρώμας και θα φτάσει την Ελένη Μαβίλη, που χειρότερη προσβολή δεν έχω για σεναριογράφο.
Μήπως πρέπει ΕΠΕΙΓΟΝΤΩΣ να γυρίσει η Άννα Χατζησοφιά;

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009

Νένα Μεντή

Επανέρχομαι και στο θέμα της κας Μεντή, γιατί κάπου πρέπει να έχουμε και μία επίγνωση. Το τελευταίο επεισόδιο του "4" ήταν σχεδόν όλο πάνω της. Ήταν δηλαδή και η μεγάλη της ευκαιρία να δείξει ό,τι τέλος πάντων έχει να δείξει. Λυπάμαι, δεν... Η όλη σκηνή με την Κατερίνα Διδασκάλου, όπου σύζυγος και ερωμένη συγκρούονται ήταν απαράδεκτη. Ερμηνευτικά εννοώ και εκ μέρους της κας Μεντή μόνο. Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Μιλάει πολύ αργά κι έχει βάλει και μία αφέλεια στη φωνή, λες και παίζει τη χαζούλα. Δεν το κατανοεί το δράμα, δεν ξέρει τους κώδικές του. Μόνο η σκηνή που έρχεται σε αντιπαράθεση με τον αδερφό του συζύγου της ήταν συμπαθητική. Αλλα εκεί ήταν μία δυναμική στιγμή και οι δυναμικές γυναίκες της ταιριάζουν περισσότερο. Αλλά γενικώς καλείται να παίξει μια μάνα-νοικοκυρά, που δεν αφήνει άπλυτο πιάτο στην κουζίνα, που χώνεται συνεχώς στις ζωές των παιδιών της... Ωραία, η ίδια δεν είναι έτσι. Αν είσαι όμως ηθοποιός, απόδειξέ το, παίξε και τον κόντρα ρόλο. Η κα Μεντή όμως δεν μπορεί. Είναι ικανή μόνο για πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Δεν είναι κακό αυτό, δεν είναι όλοι οι ηθοποιοί χαμαιλέοντες. Αλλά καλό είναι να το ξέρουν, πόσο μάλιστα μετά από μία πορεία χρόνων. Δεν είναι κοριτσάκι η κα Μεντή για να της δώσω το ελαφρυντικό ότι πειραματίζεται.
Εύχομαι ειλικρινά να βελτιωθεί στη συνέχεια.

zougla.gr - Η συνέντευξη του Κωνσταντίνου Ξένου στην Κιμ Κίλλιαν

Δεν ξέρω αν έχετε δει τις συνεντεύξεις της Κιμ Κίλιαν στο site του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου zougla.gr. Αν δεν τις έχετε δει, πιστέψτε με, δεν χάνετε και τίποτα. Αλλά, στην κα Κίλιαν θα αναφερθώ πιο μετά. Θα ήθελα λίγο να σταθώ στη συγκεκριμένη συνέντευξη.
Ήταν μια συνέντευξη παντελώς άχρηστη. Δεν μάθαμε τίποτα καινούριο, πέρα από τις γνωστές γενικότητες. Θα πρέπει να καταλάβει ο κος Ξένος ότι υπάρχει πολύς κόσμος που πλέον μέσα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχει αποκτήσει μια βασική διατροφική παιδεία. Θα μου πείτε, γιατί την αναφέρω... Πρώτον, γιατί έχω την εντύπωση ότι ο κος Ξένος έκανε μερικά λάθη. Βεβαίως, δεν θα του κάνω εγώ υποδείξεις για την επιστήμη του, αλλά δεν μπορεί να λέει ότι η γυμναστική δεν αδυνατίζει, ενώ λίγα λεπτά πιο πριν έλεγε ότι με μια ήπια άσκηση και χωρίς καμία αλλαγή στις διατροφικές συνήθειες μπορεί να χάσει κανείς και 6 κιλά το χρόνο. Τι είπε ακριβώς; Στην ερώτηση αν η γυμναστική αδυνατίζει, την έβγαλε ουσιαστικά άχρηστη λέγοντας πως ένας μέσος άντρας 75 κιλών αν κάνει μία ώρα διάδρομο με ταχύτητα 6,2 km/h, το πολύ-πολύ να χάσει θερμίδες που αντιστοιχούν σε μισή σοκολάτα.
Και ερωτώ. Λίγο είναι αυτό; Μια σοκολάτα έχει περίπου 500-600 θερμίδες ανά 100 gr. Δηλαδή, αν τρώω μία σοκολάτα την ημέρα, με χαλάει να χάνω τη μισή; Ύστερα, ένας άντρας 75 κιλών δεν θέλει να χάσει ούτε γραμμάριο, επομένως μας ενδιαφέρει ένας άντρας 100-120 κιλών, γιατί αυτός είναι που θα θέλει να κάνει ουσιαστική δίαιτα. Ένας άντρας 120 κιλών θα χάσει περισσότερες θερμίδες με μία ώρα διάδρομο από έναν άντρα 75 κιλών. Και τέλος πάντων, αν θέλω να κάνω δίαιτα, κόβω τη συνήθεια της καθημερινής σοκολάτας. Αλλά, αν έχω φάει φασολάδα το μεσημέρι, με μία ώρα διάδρομο θα την έχω κάψει τελείως. Μου κακοπέφτει;
Δεύτερον και σημαντικότερον, ο γυμνασμένος άνθρωπος καίει πιο πολλές θερμίδες γενικότερα από τον αγύμναστο, ακόμα κι αν κάθεται σε μία πολυθρόνα και βλέπει τηλεόραση. Εκεί που ο αγύμναστος καίει 70, ας πούμε, θερμίδες την ώρα, ο γυμνασμένος καίει 100. Γιατί ο μυϊκός όγκος χρειάζεται αρκετά ποσά ενέργειας για να συντηρηθεί. Δηλαδή, δεν χάνω μόνο θερμίδες κάνοντας γυμναστική, αλλά συγχρόνως αυξάνω και το μεταβολικό μου ρυθμό. Καταλαβαίνω ότι η δουλειά του έχει να κάνει με τη διατροφή και όχι με τη γυμναστική και, κακά τα ψέμματα, για να χάσει κάποιος ένα σεβαστό αριθμό κιλών, θα πρέπει να κάνει οπωσδήποτε ΚΑΙ δίαιτα, δεν αρκεί η γυμναστική. Άλλο όμως αυτό, κι άλλο να υποβαθμίζουμε την αξία της γυμναστικής.
Στη συνέχεια, η Κίλιαν τον ρώτησε για τις δικές του διατροφικές συνήθειες και είπε, καλά, μην κοιτάτε εμένα, εγώ κάνω ακραία πράγματα που δεν θα τα επέβαλα σε κάποιον άνθρωπο που ξεκινάει σωστή διατροφή. Και αναρωτιέσαι τι ακραία πράγματα μπορεί να είναι αυτά. Μήπως κάνει bungee jumping και με την έκρηξη της αδρεναλίνης, αδυνατίζει; Όχι. Τι κάνει; Πίνει κατσικίσιο γάλα αντί για αγελαδινό, για λόγους που εξήγησε στη συνέντευξη. Τι λες βρε παιδί μου, μεγάλη ακρότητα. Έβαλε φίλτρο νερού στο σπίτι του. Μάλιστα. Αυτός και η μισή Ελλάδα. Τρώει κουάκερ για πρωινό. Δηλαδή, ένα από τα πολύ γνωστά δημητριακά πρωινού που καταναλώνονται παγκοσμίως. Α, και παίρνει συμπληρώματα διατροφής με αντιοξειδωτικές ουσίες. Έλα, δεν το πιστεύω. Κάθε συνοικιακό φαρμακείο είναι γεμάτο, κάποιος θα τα αγοράζει, δεν μπορεί. Εν ολίγοις, η συνέντευξη ήταν παιδική, για εντελώς αρχαρίους. Μία συνέντευξη που θα μπορούσε νε έχει δοθεί στις αρχές της δεκαετίας του 90. Όχι όμως εν έτει 2009.
Έχει μια δικαιολογία όμως ο άνθρωπος. Όταν τη συνέντευξη την κάνει η κα Κίλιαν και σου κάνει ερωτήσεις που και τα μικρά παιδιά ξέρουν την απάντηση, πόσο να επεκταθείς; Καταλαβαίνω ότι είναι σύζυγος του κου Τριανταφυλλόπουλου και ήθελε να της δώσει κάτι να απασχολείται, αλλά ας έβρισκε κάτι άλλο, γιατί η γυναίκα ΔΕΝ κάνει. Τόσο απλά. Μα και ο Μίνως Κυριακού, θα μου πείτε, δεν έδωσε εκπομπή στη γυναίκα του, Μαρί Κωνσταντάτου; Ναι, ασφαλώς. Μόνο που η Μαρί Κωνσταντάτου ήταν ηθοποιός κι έχει μια εξοικείωση με τις κάμερες και δεν είναι το δειλό συνεσταλμένο κοριτσάκι που ντρέπεται να ανοίξει το στόμα του, όπως η Κίλιαν. Ύστερα, η Κωνσταντάτου κάνει μια πολύ εξειδικευμένη και σύντομη εκπομπή που έχει κι έναν φιλανθρωπικό χαρακτήρα, δεν το παίζει δημοσιογράφος. ΟΚ, η κα Κίλιαν φαίνεται πολύ καλή κοπέλα, ευγενικός άνθρωπος κλπ. Καμία αντίρρηση. Ταλέντο όμως έχει;
Θα μου πείτε, εντάξει μωρέ, διαδικτυακές συνεντεύξεις παίρνει η κοπέλα, δεν βγαίνει και στην τηλεόραση. Ναι, αλλά όταν το Internet είναι το παρόν και το μέλλον της ενημέρωσης, τέτοιες κινήσεις δείχνουν ότι δεν σέβεσαι το κοινό σου. Όλο το στήσιμό της και όλες οι συνεντεύξεις της, ακόμη κι αν ο συνεντευξιαζόμενος παρουσιάζει ενδιαφέρον, είναι εντελώς μα εντελώς αδιάφορες. Κρίμα...

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2009

Χιούμορ στην Ελλάδα και Λάκης Λαζόπουλος

Τι είναι χιούμορ; Χιούμορ είναι αυτό που πιστεύουμε ότι έχουμε όλοι, αλλά ελάχιστα πραγματικά διαθέτουμε. Χιούμορ δεν σημαίνει μου αρέσει να γελάω, χιούμορ δεν είναι η πλακίτσα, χιούμορ δεν είναι το Ράδιο Αρβύλα, δηλαδή μαζευόμαστε 3-4 φίλοι, λέμε δυο-τρία ανέκδοτα και σχολιάζουμε. Το χιούμορ απαιτεί ευφυϊα, παρατήρηση, ψυχολόγηση αντιδράσεων και - κυρίως - κλίνει πολύ περισσότερο προς την ΑΤΑΚΑ. Και η ατάκα είναι καλλιτεχνική δημιουργία. Όπως λοιπόν είναι πολλοί αυτοί που τραγουδούν, αλλά λίγοι είναι οι τραγουδιστές, έτσι συμβαίνει και με το χιούμορ.
Χιούμορ στην Ελλάδα έχουν κάνει πολύ λίγοι άνθρωποι. Στην πρόσφατη ιστορία μας, χιούμορ έχουν κάνει η Έλενα Ακρίτα (την εποχή που έγραφε τα χρονογραφήματα), η Μαλβίνα, η Δήμητρα Παπαδοπούλου και ο Λάκης Λαζόπουλος. Υπάρχουν κι άλλοι βεβαίως, με πολύ καλά δείγματα γραφής (αναφέρομαι σε γνωστούς σεναριογράφους), αλλά οι τέσσερις παραπάνω ξεχώρισαν για το εξαιρετικό, διακριτό, προσωπικό τους στυλ. Δηλαδή, για κάτι που δύσκολα αντιγράφεται, άσχετα αν βρίσκει πολλούς μιμητές. Αυτό που κάνει ο Αντώνης Κανάκης και η παρέα του μπορεί να το κάνει το 70% των Ελλήνων. Αυτό που έκανε η Μαλβίνα, ελάχιστοι.
Ο Λάκης Λαζόπουλος, βέβαια, ΔΕΝ είναι ηθοποιός. Κι εδώ έχει δίκιο η Ντενίση. Όσες προσπάθειες έκανε στο να ξεφύγει από το στυλ που τον καθιέρωσε, απέτυχαν όλες. Ορισμένες μάλιστα, παταγωδώς. Κι ίσως αυτός είναι ο βαθύτερος λόγος που τον ενοχλεί τόσο πολύ η Ντενίση. Η Ντενίση πέτυχε (εισπρακτικά μόνο βεβαίως) σ'αυτό που δεν μπόρεσε ποτέ να πετύχει ο ίδιος. Ούτε ο Λαζόπουλος ούτε η Ντενίση μπορούν να παίξουν πρόζα. Εκείνο που τον βγάζει από τα ρούχα του, όμως, είναι πώς γίνεται να συρρέει κόσμος στην εμφανέστατα ατάλαντη Ντενίση, αλλά στις δικές του προσπάθειες για κάτι διαφορετικό, ο κόσμος να του γυρίζει την πλάτη.
Αυτό όμως είναι και το δώρο του κόσμου στον Λάκη. Η Ντενίση, ακριβώς λόγω της όποιας επιτυχίας της, δεν θα συνειδητοποιήσει ίσως ποτέ πόσο ατάλαντη είναι. Ο Λάκης δεν έχει αυτή την πολυτέλεια. Ο κόσμος έχει απαιτήσεις από αυτόν που δεν έχει από την Ντενίση. Απόδειξη, ότι ακόμη και οι πολύ πετυχημένες στην τηλεόραση δουλειές του έπρεπε να "στρώσουν" πρώτα πριν γνωρίσουν την τεράστια επιτυχία. Θυμηθείτε τι έγινε με τους Μήτσους. Ο πρώτος κύκλος της σειράς δεν είχε την απήχηση των μεταγενέστερων. Εκείνες οι ατελείωτες βόλτες με το ποδήλατο και τα τραγούδια ήταν εντελώς βαρετές. Αλλά ο Λάκης είναι έξυπνος άνθρωπος και το κατάλαβε. Έκοψε τα περιττά, και ξαφνικά με τον Τζίμη και τον Παπακαλιάτη και στη συνέχεια και με άλλους τύπους γνώρισε την αποθέωση. Όσοι τύποι δεν τραβούσαν, περνούσαν σε δεύτερη μοίρα ή ανανεώνονταν.
Τα ίδια και "χειρότερα" έγιναν και με το Αλ Τσαντίρι. Θυμάστε τη μάχη που ξεκίνησε ο Λαζόπουλος με την AGB. Δεν έφταιγαν τα νούμερα, η αποτυχία του έφταιγε. Τώρα, αν το 5% ήταν στην πραγματικότητα 7%, πολύ λίγη σημασία έχει. 27% πάντως δεν ήταν. Ο τύπος του "γύφτου" που είχε πρωτοπαρουσιάσει τους Μήτσους ήταν από τους πιο αδύναμους. Κανείς δεν έβλεπε τους Μήτσους για τον "γύφτο", κανείς δεν συζητούσε την άλλη μέρα τις ατάκες του. Και αν τις συζητούσε, πάντως σε εμφανώς μικρότερο βαθμό από τους υπόλοιπους τύπους. Και ξαφνικά παίρνει αυτόν τον τύπο και τον κάνει πρωταγωνιστή. Ε, όχι, δεν θα πετύχεις, πώς να το κάνουμε; Μόλις όμως έβαλε τον "γύφτο" στην άκρη και επέστρεψε σε αυτό που κάνει καλά, η AGB ακολούθησε.
Παραδόξως, η πολιτική σάτιρα δεν είναι το φόρτε του, αν και πιστεύω ότι πρέπει να τη συνεχίσει, γιατί σε μια εποχή που η συντριπτική πλειοψηφία των μέσων μαζικής ενημέρωσης είναι με το μέρος της κυβέρνησης, χρειαζόμαστε όσο το δυνατόν περισσότερες αντιπολιτευτικές - και υπεύθυνες βεβαίως - φωνές. Μην ξεχνάμε τη Μαλβίνα, που μέσα σε μια νύχτα γκρέμισε το είδωλο του Σημίτη, που τόσο επιμελώς έχτιζαν τα εκδοτικά συμφέροντα. Γι'αυτό και την κυνηγούσαν τόσο λυσσαλέα και δεν την άφηναν να στεριώσει σε κανάλι. Απλά ο Λάκης, κι εδώ ίσως έχουν δίκιο οι επικριτές του, δεν μπορεί να απαγκιστρωθεί από τη δεκαετία του 70, με όλες αυτές τις κορώνες περί νεολαίας, περί φοιτητών κλπ. Δυστυχώς ή ευτυχώς, όμως, η δεκαετία στην οποία περνάς την εφηβική και την πρώτη μετεφηβική σου ηλικία είναι καθοριστική. Ασφαλώς, καλά κάνει και λέει τις απόψεις του ο άνθρωπος και μάλιστα με γλώσσα προσιτή και κατανοητή, απλά, συχνά, σε πολιτικά θέματα, χάνει εντελώς το χιούμορ του, που ίσως θα ήταν πιο αποτελεσματική αντιπολίτευση από την ακατάσχετη λογοδιάρροια.
Εκεί όμως που μεγαλουργεί ο Λάκης είναι στην περιγραφή των καθημερινών τύπων που είτε είμαστε εμείς οι ίδιοι είτε ερχόμαστε σε συχνή επαφή μαζί τους. Το μεγάλο του ταλέντο είναι η παρατήρηση. Παρατηρεί και ψυχολογεί μια συμπεριφορά που εκ φύσεως δεν εμπεριέχει το γέλιο, αλλά την παρουσιάζει τόσο πειστικά και τη διακωμωδεί τόσο ουσιαστικά, που είναι σαν να βλέπεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη, αλλά αντί να μιζεριάζεις με το χάλι σου, ξεραίνεσαι στα γέλια. Δεν είναι τυχαίο που η μάνα Μήτση ήταν από τους τύπους που άντεξαν στο χρόνο. Δεν είναι ο μόνος που καυτηρίασε την Ελληνίδα μάνα και δεν είπε κάτι πρωτότυπο. Η διαφορά όμως είναι ότι αυτούς τους τύπους τους ψάχνει σε βάθος και τους βιώνει στο πετσί του. Γι'αυτό και ακόμη κι αν είσαι ιδεολογικά αντίθετος με αυτούς τους τύπους, ακόμη κι αν σου είναι απεχθείς, ο Λάκης καταφέρνει να σε κάνει να τους συμπαθήσεις. Που σημαίνει, να τους καταλάβεις. Κι αυτό είναι χάρισμα.
Το Αλ Τσαντίρι, όμως, κατά τη γνώμη μου, έχει κλείσει τον κύκλο του. Τουλάχιστον με την εμφάνιση που έχει τώρα. Ο γιατρός έχει κουράσει. Έτσι κι αλλιώς, δεν έβγαζε πολύ γέλιο από την αρχή. Το ίδιο και οι κοπελίτσες με τη γεωγραφία. Οι "κλανιές" επίσης. Ο Λάκης δεν έχει ανάγκη από το εύκολο γέλιο, έχει πολύ ταλέντο για να καταφεύγει σε τέτοιου είδους ευκολίες. Και γενικότερα το όλο στυλ "διακόπτω την ομιλία μου για να πέσει ένα βίντεο με τη χαζομάρα κάποιου", χρειάζεται επειγόντως ανανέωση. Θα μου πεις, είναι πολύ δύσκολο αυτό που κάνει. Πώς να γράψει ο οποιοσδήποτε άνθρωπος μία δίωρη επιθεώρηση κάθε εβδομάδα; Μήπως να σταματήσει τις εβδομαδιαίες εκπομπές, όσο κι αν πιέζεται από το κανάλι; Δεν ξέρω. Είμαι σίγουρος πάντως, πως κάτι θα βρει. Οι τρεις δεκαετίες συνεχούς και πετυχημένης παρουσίας, επιβεβαιώνουν αυτή μου την πεποίθηση.
Καλή επιτυχία.

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009

Φεγγάρι (Moon)

Μου άρεσε αυτή η ταινία. Όταν βλέπεις σκουπίδια και σκουπίδια, κάτι τέτοιες ταινίες ξεχωρίζουν, αισθάνεσαι ότι κάποιοι άνθρωποι ασχολήθηκαν σοβαρά για να σου παρουσιάσουν κάτι που το πιστεύουν, άσχετα αν το τελικό προϊόν θα βρει ανταπόκριση ή όχι από το κοινό ή τους κριτικούς. Εμένα πάντως με κέρδισε.
Στο εγγύς μέλλον, ένας αστροναύτης έχει τριετές συμβόλαιο με την εταιρεία που είναι υπεύθυνη για την εξόρυξη του στοιχείου "Ήλιο-3" που αποτελεί πλέον την βασική πηγή ενέργεια της Γης. Προς το τέλος της "θητείας" του και λίγο πριν επιστρέψει στη Γη, τα πάντα ανατρέπονται. Δεν θα πω άλλα για να μη χαλάσω την έκπληξη, πάντως έχουμε να κάνουμε κυρίως με ένα one-man show. Όλη η ταινία είναι βασισμένη πάνω στον Sam Rockwell, o οποίος κατά τη γνώμη μου κάνει εξαιρετική δουλειά. Τον θεωρούσα ως ηθοποιό με τάσεις προς την υπερβολή, αλλά εδώ τον βρήκα συγκρατημένο και πιο συγκεντρωμένο. Η ταινία έχει αγωνία - κυρίως μετά την αποκάλυψη της έκπληξης - θέλεις δηλαδή να δεις τι θα γίνει παρακάτω, και παρόλο που παίζει μόνο ένας ηθοποιός (με εξαίρεση τη φωνή του Κέβιν Σπέισι), από ένα σημείο και μετά δεν το παρατηρείς καν. Αν και βέβαια, δεν είναι ακριβώς ένας...
Εκείνο που έχω να προσάψω σε αυτή την ταινία είναι ότι δεν κατάφερε τελικώς να μετατρέψει το πολύ ενδιαφέρον εύρημα σε ένα βαθύ υπαρξιακό δράμα. Γενικά στο δράμα λίγο χωλαίνει. Υπάρχει συγκίνηση, που ενισχύεται και από την εξαιρετική μουσική που συνοδεύει τις κατάλληλες σκηνές, αλλά την ταινία δεν την λες ακριβώς και Oscar material. Κατά συνέπεια, θα χάσει πόντους και ο Sam Rockwell, που με ένα πιο πλούσιο σενάριο, είχε πολλές πιθανότητες να φτάσει στην υποψηφιότητα. Ίδωμεν...

Βαθμολογία: 4/5